- υπεραλκης
- ὑπεραλκήςὑπερ-αλκής2чрезвычайно крепкий
(ἕδραι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἕδραι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραλκής — ές, Α πάρα πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αλκής (< ἀλκή), πρβλ. ἀν αλκής] … Dictionary of Greek
ὑπεραλκεῖς — ὑπεραλκής exceedingly strong masc/fem acc pl ὑπεραλκής exceedingly strong masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)